καθημερινώς

καθημερινώς
cекоjдневно

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καθημερινῶς — καθημέριος day by day adverbial καθημερινός day by day adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθημερινός — και καθημερνός και καθεμερνός ή, ό (AM καθημερινός, ή, όν) 1. αυτός που γίνεται κάθε μέρα (α. «καθημερινές ασχολίες» β. «καθημερινά γυμνάσια», Αιλ.) 2. αυτός που επαναλαμβάνεται κάθε μέρα, συνηθισμένος («αυτό το βάσανο έγινε πια καθημερινό»)… …   Dictionary of Greek

  • συγχύζω — και διαλ. τ. συχύζω Ν 1. συγχέω, μπερδεύω 2. ανακατεύω, ανακατώνω 3. αδυνατώ να διακρίνω ή να διευκρινίσω κάτι (α. «συγχύζει τα πρόσωπα και τα πράγματα» β. «συγχύζω τις έννοιες») 4. διαταράσσω, αναστατώνω 5. καθιστώ κάτι ασαφές, συσκοτίζω 6.… …   Dictionary of Greek

  • Παράσχος — Επώνυμο 2 Ελλήνων ποιητών. 1. Αχιλλεύς. (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895). O πατέρας του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο εγκαταλείποντας τη Χίο, μετά την καταστροφή του νησιού (1822)· αργότερα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Nέος, ανήκε στη χρυσή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”